βλεννῶδες

βλεννῶδες
βλεννώδης
slimy
masc/fem voc sg
βλεννώδης
slimy
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιδοιίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η φλεγμονή αυτή οφείλεται στην εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό μικροβίων στο πλακώδες επιθήλιο του αιδοίου και οφείλεται είτε σε τραυματισμό (ρήξη του υμένα, αυνανισμός κ …   Dictionary of Greek

  • μυξοκύστωμα — το (ιστολ.) κυστικός όγκος με βλεννώδες περιεχόμενο …   Dictionary of Greek

  • οροβλεννογόνος — ο φρ. «οροβλεννογόνοι αδένες» βιολ. εξωκρινείς αδένες τών οποίων το έκκριμα είναι ορώδες και βλεννώδες …   Dictionary of Greek

  • όζαινα — (Ιατρ.). Χρόνια φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, που εντοπίζεται κατά προτίμηση στην κάτω ρινική κόγχη· ή ό. χαρακτηρίζεται από παρουσία πρασινωπού εκκρίματος το οποίο γρήγορα μετατρέπεται σε εφελκίδες πάνω σε έναν ατροφικό ρινικό βλεννογόνο. Σε …   Dictionary of Greek

  • Ρισσοΐδες — (rissoides). Οικογένεια γαστερόποδων μαλάκιων, στην οποία ανήκει η ρισσόα και συγγενή γένη. Είναι ζώα φυτοφάγα, που ζουν κοντά στα φύκι. Από το πόδι τους βγαίνει ένα βλεννώδες νήμα, με το οποίο προσκολλώνται στα θαλάσσια φυτά …   Dictionary of Greek

  • ροχάλα — ροχάλα, η και ρόχαλο, το βλεννώδες πτύελο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”